ΚΑΝΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΕ ΧΕΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ και ΚΡΑΤΟΥΣ

Επικοινωνήστε Μαζί μας: email: plistiriasmoistop@gmail.com.


Σελίδα μας στο facebook: https://www.facebook.com/dikaex2


ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν δίνουμε στοιχεία ατόμων για τα οποία γίνεται πλειστηριασμός του ακινήτου τους.




Μπορεί ο καθένας να συμμετέχει στην ανοικτή συνέλευση της πρωτοβουλίας μας, τόσο για να ενημερωθεί για θέματα πλειστηριασμών-κατασχέσεων όσο και να συμμετέχει στις δράσεις μας.

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΧΑΡΑΤΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝ.Φ.Ι.Α.


Του Γιάννη Δουλφή, Οικονομολόγου*
Βασική πτυχή της «μνημονιακής» πολιτικής αποτέλεσαν και αποτελούν οι νέοι δημευτικού χαρακτήρα φόροι στην ακίνητη περιουσία, τα λεγόμενα χαράτσια. Είναι μια σχεδιασμένη πολιτική που αποσκοπεί στη βίαιη ανακατανομή της διάσπαρτης γαιοκτησίας και της ακίνητης περιουσίας και της συγκεντροποίησής της σε «λίγα, ισχυρά, χέρια» – για να «εκσυγχρονισθούμε» υποτίθεται, εναρμονιζόμενοι με τα ισχύοντα στην «Ευρώπη» (όπως ισχυρίζεται ψευδώς η κυρίαρχη προπαγάνδα) – με τη λεηλασία που θα ακολουθήσει, από την αδυναμία καταβολής των τεράστιων ποσών από πηγή που δεν αποτελεί εισόδημα και μάλιστα από τα χειμαζόμενα – από τις τερατώδεις εισοδηματικές περικοπές της ίδιας πολιτικής – χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα. Όσοι λοιπόν συμπολίτες μας δεν κινδυνεύουν από τις τράπεζες λόγω χρεών να χάσουν τα ακίνητά τους, έρχεται το «στοργικό» κράτος να διορθώσει την «αδικία» με την επιβολή αυτών των φόρων στην ακίνητη περιουσία.

Η πρώτη επιβολή τους που έγινε με το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. ως εκβιαστικό εισπρακτικό μέσο πίεσης, αλλά και εμπέδωσης και αποδοχής, συνεχίστηκε για ακόμη ένα έτος με το Ε.Ε.Τ.Α. για να μονιμοποιηθεί πλέον μετά την κατάλληλη προετοιμασία των φορολογικών μηχανισμών στον ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια βαρύτατη φορολογία, όχι στην «περιουσία» αλλά σε κάθε ακίνητο χωριστά που αποτελεί ένα υψηλό με τα σημερινά δεδομένα, μίσθωμα στις κατοικίες των πολιτών. Η ίδια η ιδιόκτητη κατοικία πλέον ουσιαστικά δημεύεται παραμένοντας σε ένα πρώτο στάδιο στην τυπική κυριότητα του κατόχου, με την καταβολή ενοικίου στο κράτος και στους δανειστές του, ενώ για ακίνητα που είναι μισθωμένα, το μίσθωμα παραχωρείται ουσιαστικά στο κράτος. Για δε ακίνητα που παραμένουν κενά η επιβάρυνση αυτή είναι αδιανόητη. Για δε ακίνητα που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, έχουν δε αποκτηθεί με τραπεζικό δανεισμό, άρα η κυριότητα του ακινήτου βρίσκεται υπό αίρεση μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα κεφαλικό φόρο σε όσους έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα.

Πρόκειται για ένα ημι-φεουδαρχικού χαρακτήρα μέτρο που αποτελεί βασική συνιστώσα του νέου καπιταλιστικού μοντέλου. Προϊόντος του χρόνου και με την εξάντληση των χρηματικών διαθεσίμων της μεγάλης πλειονότητας των νοικοκυριών, κυρίως των λαϊκών, με τις παντοειδείς εισοδηματικές περικοπές αλλά και κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις, έρχεται και η τυπική υφαρπαγή της ακίνητης περιουσίας μέσω των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης των φορολογικών αρχών, αλλά και των τραπεζών.

Η κατάσταση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάρρευση της αξίας των ακινήτων, ενώ το σύστημα αντικειμενικών αξιών που διατηρήθηκε στα προηγούμενα υψηλά πλέον επίπεδα λειτουργεί στην ίδια κατεύθυνση της υπερφορολόγησης και απαξίωσης των ακινήτων με βάση πλασματικές εξωπραγματικές αξίες.

Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ήρθε να συστηματοποιήσει και να μονιμοποιήσει αυτή τη φορολογία δημευτικού χαρακτήρα, έτσι ώστε σταδιακά η κυριότητα των ακινήτων, μέσα από το σύστημα της σταδιακής δήμευσης να περιέλθει στα χέρια μιας καπιταλιστικής ολιχαρχίας με τη συγκεντροποίηση της.

Πέραν τούτου υπάρχει στο νέο σύστημα και μια πρόσθετη επιβάρυνση για την ακίνητη περιουσία πάνω από ένα όριο συνολικής ακίνητης περιουσίας – ενσωματώνοντας τους παλαιούς φόρους (Φ.Α.Π., Φ.Μ.Α.Π. κλπ) πάντα βάσει των εξωπραγματικών αντικειμενικών αξιών.

Πέραν της κυβερνητικής «μνημονιακής» πολιτικής της φορολογίας των ακινήτων (και των στόχων που υπηρετεί όπως επισημάνθηκε) χωρίς την αποκόμιση εισοδήματος και η αριστερά στη χώρα μας είναι θιασώτης της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας γενικά, ως πτυχή της λεγόμενης «φορολόγησης του πλούτου» και όπως φαίνεται, υπό το βάρος αυτής της γενικής αρχής, παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες και η συγκεκριμένη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας στην αγορά ακινήτων και τη διασπορά της ακίνητης περιουσίας μεταξύ του πληθυσμού, που προέκυψε από ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς λόγους, με αποτέλεσμα η εκπόνηση συγκεκριμένης ριζοσπαστικής και ρηξικέλευθης εναλλακτικής πολιτικής στον τομέα αυτό και η αγωνιστική διεκδίκησή της να μην αποτελεί άμεση προτεραιότητα, αν οι ηγετικοί κύκλοι μεγάλης μερίδας της («αξιωματική αντιπολίτευση» και κατά φαντασία προς το παρόν τουλάχιστον μέλλουσα κυβέρνηση – ΣΥΡΙΖΑ) δεν αποδέχονται κιόλας το υφιστάμενο πλαίσιο για λόγους «δημοσιονομικού ρεαλισμού».

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν κάθε μορφή «πλούτου», συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας (ή κυρίως μάλλον αυτής) πρέπει να φορολογηθεί με μια έκτακτη ή μόνιμη φορολογία. Δηλαδή, αν για παράδειγμα, κατοικίες που απέκτησαν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα (ή και τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα) από το μόχθο τους που φορολογήθηκε, θα πρέπει να υποβάλλεται εκ νέου σε φορολογία, ανεξαρτήτως αποκόμισης απ’ αυτά εισοδήματος. Ή αν π.χ. κάποιο πατρογονικό ακίνητο στο χωριό που κληρονομήθηκε από γενιά σε γενιά και πλήρωσε τους ανάλογους φόρους κληρονομιάς. Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι έλληνες επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων στην απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας, για να γλυτώσουν από την έξωση που θα τους έκανε ο ιδιοκτήτης, μετά από την απαίτηση παράλογων ενοικίων που αδυνατούσαν να πληρώσουν, με τη συνδρομή και των λογικών σχετικά επιτοκίων που διαμόρφωναν δόσεις στεγαστικών δανείων για όσους δεν είχαν επαρκείς αποταμιεύσεις και επέλεγαν ένα στεγαστικό δάνειο που διαμόρφωνε δόση μικρότερη από το ενοίκιο. Σήμερα έρχεται το κράτος – αν δεν είναι οι τράπεζες – να τους επιβάλει ένα υψηλό ενοίκιο για την ιδιόκτητη πλέον αυτή κατοικία τους και να τους απειλήσει με δήμευση και έξωση από την υπό αμφισβήτηση «ιδιόκτητη» κατοικία τους.

Επίσης θα πρέπει να τονισθεί ότι η συνολική επιβάρυνση των ακινήτων και της οικοδομικής δραστηριότητας από πολλαπλούς φόρους, δημιουργεί υπέρμετρη επιβάρυνση σε σχέση με άλλες μορφές «πλούτου» στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια (φόροι μεταβίβασης, κληρονομιάς, ακίνητης περιουσίας, μισθωμάτων, υπέρ τρίτων φόρων κλπ).

Το δεύτερο επίμαχο σημείο, αν υποθέσουμε ότι η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας ανεξαρτήτως αποκόμισης απ’ αυτά εισοδήματος είναι αποδεκτή, είναι ποιος θα είναι ένας δίκαιος τρόπος φορολόγησης που θα επιβαρύνει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα των ατόμων και το ύψος και την αξία αυτής.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να γίνει αποδεκτή τουλάχιστον από όσες πόλιτικές δυνάμεις δηλώνουν «αντιμνημονιακές» όχι με την έννοια του ψευδεπίγραφου «επερχόμενου τέλους των μνημονίων» αλλά της αντιστροφής των επιπτώσεών τους η άνευ όρων κατάργηση των «χαρατσιών» (ΕΕΤΗΔΕ, ΕΕΤΑ, ΕΝΦΙΑ) από τα ακίνητα σε όλους ανεξαιρέτως τους ιδιοκτήτες ακινήτων και μάλιστα με αναδρομικό χαρακτήρα, απαλλάσσοντας εκείνους που ακόμη οφείλουν, και με την εύρεση τρόπων επιστροφής σε δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες σε όσους τα έχουν εξοφλήσει για λόγους δικαιοσύνης.

Ως προς την αξία της ακίνητης περιουσίας που ενδεχομένως θα έπρεπε να φορολογηθεί με μια προοδευτική φορολογική κλίμακα, οπωσδήποτε θα πρέπει να υφίσταται ένα αφορολόγητο όριο που οπωσδήποτε δεν θεωρείται ιδιωτικός κεφαλαιακός «πλούτος», αλλά αξία χρήσης, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους της πραγματικής κατάστασης στην ακίνητη περιουσία.

Επειδή η φορολόγηση με βάση τις αντικειμενικές αξίες είναι εξωπραγματική, είτε θα πρέπει το αφορολόγητο αυτό όριο να είναι πολύ υψηλό, ώστε να διορθώνει την πλασματικότητα των αντικειμενικών αξιών, είτε η καθιέρωση ενός νέου συστήματος αντικειμενικών αξιών που θα ξεκινά από τις τρέχουσες αγοραίες αξίες των ακινήτων. Αν υποθέσουμε ότι η εκπόνηση και καθιέρωση ενός ρεαλιστικού με τα σημερινά δεδομένα σύστημα αντικειμενικών αξιών απαιτεί χρόνο, και λάβουμε υπόψη τη σωρευτική απώλεια της αξίας των ακινήτων από το 2008 κατά τουλάχιστον 50% κατά μέσο όρο, τότε το αφορολόγητο όριο πρέπει να είναι τουλάχιστον 1.000.000,00 ευρώ. Δεύτερον για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων θα πρέπει να αφαιρείται από την αξία τους, το εκάστοτε υπόλοιπο οφειλής από στεγαστικό δάνειο κάθε συγκεκριμένου ακινήτου. Από εκεί και πάνω θα πρέπει να εφαρμοσθεί μια προοδευτική κλίμακα φορολόγησης.

Δεύτερο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η φοροδοτική ικανότητα των ιδιοκτητών ακινήτων, ώστε να μην εξαναγκάζονται στην άνευ όρων εκποίηση και επιτείνουν την κατάρρευση της κτηματαγοράς. Έτσι θα πρέπει να καθοριστεί και ένα εισοδηματικό όριο κάτω του οποίου, οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας θα εξαιρούνται του φόρου.

Επίσης σ’ αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να εξορθολογισθεί η φορολόγηση των μισθωμάτων.

Θα πρέπει να εξετασθεί ειδικά η φορολόγηση ακίνητης περιουσίας εταιριών, εξωχώριων επιχειρήσεων και άλλων περιπτώσεων εξαιρέσεων ή φοροαποφυγής της μεγάλης ιδιοκτησίας και μάλιστα με αναδρομικό χαρακτήρα και με θέσπιση κατάλληλων κοινωνικών και αναπτυξιακών κριτηρίων.

Δεν θίχθηκε καθόλου το κριτήριο της μηδενικής ανταποδοτικότας της μορφής αυτής φορολόγησης αφού διοχετεύεται στην αποπληρωμή του κρατικού χρέους στους ξένους τοκογλύφους δανειστές, που φρόντισαν επιμελώς για τη διόγκωσή του εν ονόματι της απομείωσής του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Για να μην έχουμε αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς εμπνευστές και ουσιαστικούς νομοθέτες αυτού του ανοσιουργήματος να επισημάνουμε εδώ ότι, ενώ γίνεται διαχωρισμός εμπραγμάτων δικαιωμάτων μεταξύ ψιλών κυρίων και επικαρπωτών για τους υπόχρεους προς φορολόγηση, δεν προβλέπεται κάτι αντίστοιχο και για τους ενυπόθηκους δανειστές, ώστε να καταβάλουν και αυτοί το μερίδιο που τους αναλογεί στην πλήρη κυριότητα των ακινήτων, ενώ για όσους το υπερψήφισαν και τώρα κάνουν τις «μωρές παρθένες» να θυμίσουμε πέραν των άλλων τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν την περίοδο εκείνη για τις χρηματικές απολαβές που τους ανέμεναν ως αντάλλαγμα για τα δύο νομοσχέδια του εξοντωτικού αυτού φόρου επί των ακινήτων και για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών λόγω καθυστερημένων οφειλών στις τράπεζες.

Γιάννης Δουλφής – Οικονομολόγος
Μέλος της Πρωτοβουλίας "Πλειστηριασμοί-Stop"

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Γιώτα Νέγκα «Μπορεί να μου πάρουν το σπίτι μου• δεν θα μου πάρουν τη ψυχή μου»


Απόσπασμα από συνέντευξη στο Περιοδικό
συνέντευξη από τον Ηρακλή Οικονόμου

.......
Αντιγράφω από το «Δίκιο μου», πάλι σε στίχους Ιωάννου: «εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι άλλο μήνα / ανοίγω και δεν βλέπω ουρανό». Πού βλέπεις ουρανό; Πού η διέξοδος;

Έχω πάρει μια απόφαση: μπορεί να μου πάρουν το σπίτι, μπορεί να μην έχω να φάω, μπορεί να μην έχω να ντυθώ. Τη ψυχή μου όμως δεν θα την πάρουν. Έκλεισα την τηλεόραση γιατί δεν δεχόμουν άλλο να με τρομοκρατούν για κάτι που δήθεν πρόκειται να έρθει, και να περνάει «στα ψιλά» αυτό που βιώνουμε σήμερα. Δεν μπορώ να δεχτώ να έχω κατάθλιψη για κάτι ομιχλώδες, και να μην έχω τη δύναμη να αντιμετωπίσω αυτό που έχω απέναντί μου. Είπα όχι.

Άρα ουρανός σου είναι η προσωπική σου αφύπνιση;

Ναι. Αποφάσισα να προσπαθήσω να καταλάβω μόνη μου ό,τι μπορώ, με τη δική μου ταχύτητα, και όχι να τρώω τη μασημένη τροφή που μου δίνουν.

Επιταχύνονται οι πλειστηριασμοί κατοικιών, στο 1/3 της αντικειμενικής η αρχική τιμή!


Επίθεση μέχρι τελικής εξόντωσης της ελληνικής κοινωνίας εξαπολύει η τρόικα, που ζητεί να προχωρήσουν άμεσα οι πλειστηριασμοί στις κατοικίες και τα ακίνητα των οφειλετών του Δημοσίου. Η ελάχιστη τιμή για τον πλειστηριασμό πέφτει στο 1/3 της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, ανεξάρτητα από το ύψος του συνολικού χρέους του φορολογουμένου.

Οι πιλοτικοί πλειστηριασμοί ξεκινούν το φθινόπωρο και θα κορυφωθούν εντός του 2015, αφήνοντας στο δρόμο όσους δεν μπορούν να πληρώσουν τις δόσεις στις τράπεζες ή το Δημόσιο.

Σύμφωνα με την "Ναυτεμπορική", η τρόικα απαιτεί επιτάχυνση των πλειστηριασμών προκειμένου να ανακοπεί η αυξητική πορεία των ληξιπρόθεσμων χρεών που έχουν φθάσει τα 66,4 δισ. ευρώ (με στοιχεία έως 31.5).

Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί – και μέσω του επικαιροποιημένου μνημονίου – για την αλλαγή του πλαισίου διεκδίκησης των ληξιπρόθεσμων χρεών, με ορισμό της τιμής εκκίνησης των ακινήτων που εκπλειστηριάζονται στο 1/3 της αντικειμενικής αξίας.

Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση – αν και έχει συμφωνήσει στους πλειστηριασμούς μέσω του επικαιροποιημένου μνημονίου – θα επιδιώξει την αύξηση της τιμής εκκίνησης.

Σημειώνεται ότι οι οφειλέτες του Δημοσίου με ληξιπρόθεσμες οφειλές ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια.

Η τρόικα κρίνει την ισχύουσα διαδικασία χρονοβόρα και αναποτελεσματική, και ζητεί εκπλειστηριασμό ακινήτων σε πολύ χαμηλές τιμές που δε θα επιτρέπει οι πλειστηριασμοί να κηρύσσονται άγονοι.

Στις περιπτώσεις των χρεών προς τις τράπεζες, εάν δεν υπάρξει θετική κατάληξη στις επαφές με αυτές για τη ρύθμιση των χρεών, θα ακολουθούνται οι διαδικασίες που προβλέπονται από τον νόμο: δηλαδή όσοι δεν έρθουν σε κάποιου είδους συμφωνία, ή θα καταφεύγουν στο νόμο Κατσέλη ή θα κινούνται σε βάρος τους διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, δλδ κατασχέσεις, πλειστηριασμοί.

πηγή· εφημερίδα Αυγή

ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΓΙΑ ΤΑ «ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ», ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ


Η οικονομική συγκυρία τείνει να βελτιωθεί, αλλά οι αβεβαιότητες παραμένουν, εκτιμά στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, που αφορά την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου 2014, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.

Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σχετική έκθεση, «το προηγούμενο τρίμηνο η κατάσταση της οικονομίας βελτιώθηκε. Όλα τα οικονομικά μεγέθη δείχνουν (και τα ερευνητικά Ινστιτούτα επιβεβαιώνουν) ότι η χώρα εισήλθε στο στάδιο της οικονομικής σταθεροποίησης και ότι είναι σχεδόν βέβαιη μια μικρή ανάκαμψη έως το τέλος του έτους.

Σύμφωνα με τα νεότερα προσωρινά στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ, η ύφεση το πρώτο τρίμηνο του 2014 ήταν μικρότερη από την αρχική πρόβλεψη και διαμορφώθηκε στο -0,9% από το -1,1% που είχε αρχικά εκτιμηθεί».

Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι «αν συνεχιστεί η έως τώρα τάση αποκλιμάκωσης της ύφεσης μέχρι το τέλος του έτους, το ΑΕΠ το 2014 θα παρουσιάσει αύξηση περί το 0,5%. Εν τούτοις ο ΟΟΣΑ αναμένει περαιτέρω μείωση του ΑΕΠ έστω και οριακή».

Ωστόσο, όπως σημειώνεται στην έκθεση, «αν δεν επιτευχθούν στο μέλλον υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης δεν θα υπάρξει γρήγορη και αισθητή βελτίωση της απασχόλησης και, αντίστροφα, αν η ανεργία παραμείνει σε υψηλά επίπεδα θα επηρεάσει αρνητικά, μαζί με άλλους παράγοντες, τη δυνητική παραγωγή στο μέλλον. Οι προβλέψεις τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ συμπίπτουν στην πρόβλεψη ότι θα υπάρξει μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά 1 εκατοστιαία μονάδα το 2014 και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες το 2015 για να πέσει στο 24- 24,4%. Ωστόσο, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι η έτσι ή αλλιώς μη ικανοποιητική βελτίωση θα είναι μικρότερη».

Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, «ας προσθέσουμε ότι δεν είναι σαφές αν και αυτή θα είναι προϊόν της δημιουργίας θέσεων εργασίας ή της μείωσης αυτών που ζητούν εργασία είτε γιατί μεταναστεύουν (πράγμα που παρατηρείται στους νέους όπου η ανεργία είναι σχεδόν διπλάσια του μέσου όρου) είτε γιατί απογοητεύονται και αποσύρονται από την αγορά εργασίας. Η εικόνα γίνεται χειρότερη αν λάβουμε υπόψη ότι το συνολικό ποσοστό απασχόλησης του πληθυσμού ηλικίας 20-64 ετών έχει μειωθεί».

Σύμφωνα με τους ίδιους, «προς το παρόν, οι προβλέψεις ιδίως για ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης από το 2015 βαρύνονται με μεγάλες αβεβαιότητες. Με άλλα λόγια, η δυναμική της ανάκαμψης είναι ακόμα ασθενής παρά την ανάσχεση της ύφεσης. Οι πηγές της αβεβαιότητας είναι πολλές» σημειώνουν.

-Πρώτον, το ζήτημα των τραπεζών, παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που επιτεύχθηκαν, δεν έχει λυθεί, καθώς εκκρεμεί λύση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία συνεχίζουν να αυξάνονται και να περιορίζουν τις δανειοδοτικές ικανότητες των τραπεζών. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2014 που ανακοίνωσε στη Βουλή των Ελλήνων ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών διαμορφώνονταν στα 77 δισ. ευρώ ή στο 36% του συνολικού χαρτοφυλακίου χορηγήσεων τον Απρίλιο έναντι 32% που ήταν πέρσι το ίδιο διάστημα.

Από αυτά, τα 42 δισ. ευρώ είναι επιχειρηματικά δάνεια, τα 25 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα 10 δισ. ευρώ καταναλωτικά δάνεια. Εάν στα παραπάνω δάνεια προστεθούν και τα ήδη αναδιαρθρωμένα που όμως έχουν ξαναγίνει μη εξυπηρετούμενα, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 40%. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, το οποίο ξεπερνά επίπεδα άλλων χωρών που έχουν οδηγήσει σε συστημικές κρίσεις. Επίσης και συναφώς, οι χορηγήσεις δανείων από τις τράπεζες εξακολουθούν να υποχωρούν.

-Δεύτερον, οι υστερήσεις των μεταρρυθμίσεων μπορεί να προκαλέσουν εκ νέου άνοδο των επιτοκίων δανεισμού της χώρας. Πρέπει να τονιστεί ότι ακόμα και χωρίς «μνημόνιο» η χώρα θα εξακολουθεί να βρίσκεται υπό εποπτεία -τη φορά τούτη των αγορών που θα αντικαταστήσουν την τρόικα- αν δεχθούμε ότι δεν θα προσφύγει στον ΕΜΣ. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα προσφεύγει για δάνεια σε αυτόν ή σε κάποιο ad hoc διακρατικό «όχημα». Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξουν νέες συμβατικές δεσμεύσεις. Η ΕΕ υπολογίζει ότι τη διετία 2014- 2015, οι επιπρόσθετες χρηματοδοτικές ανάγκες (additional financing requirements) της Ελλάδας θα ανέλθουν σε 14,9 δισ. ευρώ (2,6 δισ. ευρώ για το 2014 και 12,3 δισ. ευρώ για το 2015). Αν επιβεβαιωθεί, η Ελλάδα θα πρέπει ή να συνεχίσει να δανείζεται από τις διεθνείς αγορές (πράγμα που ήδη συναντά δυσκολίες) ή να προσφύγει στον ΕΜΣ που συνεπάγεται νέο πρόγραμμα προσαρμογής (και σχετική σύμβαση) σύμφωνα με τους κανόνες του μηχανισμού.

-Τρίτον, οι επενδύσεις εξακολουθούν να υποχωρούν.

-Τέταρτον, η δημοσιονομική εξυγίανση εξακολουθεί να είναι δρόμος μετ΄ εμποδίων.

-Πέμπτον, το δημόσιο χρέος αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την ελληνική οικονομία και κάνει επιφυλακτικούς τους σοβαρούς εγχώριους και ξένους επενδυτές.

Όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεση, «τις δυσκολίες της επίτευξης μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης δείχνει ανάμεσα σε άλλα η εξαγωγική άπνοια παρά τη μείωση του εργασιακού κόστους. Προφανώς, η άπνοια οφείλεται σε σειρά ολόκληρη δομικών- θεσμικών παραγόντων όπως το υψηλό κόστος ενέργειας που επιβαρύνει το μεγαλύτερο μέρος της βαριάς βιομηχανίας, η υψηλή φορολογία και το διοικητικό κόστος. Μια ακόμα πηγή αβεβαιότητας είναι ότι δεν έχει επιτευχθεί κάποια ελάχιστη συναίνεση ανάμεσα στις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι η συνέχεια σε βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής δεν είναι σίγουρη».

Σύμφωνα με τους ίδιους, «η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη σε ισχυρές εξωτερικές διαταραχές πράγμα βέβαια που δεν ευνοεί μακροπρόθεσμες επενδυτικές δεσμεύσεις στην πραγματική οικονομία. Τέτοιες διαταραχές μπορούν να προέλθουν είτε από το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον είτε από διεθνείς οικονομικές αναταράξεις σε γειτονικές χώρες πχ η περίπτωση της πορτογαλικής τράπεζας Banco Espirito Santo. Όπως σημειώσαμε, απειλητική παραμένει και η δυναμική του δημοσίου χρέους. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την εξέλιξη του λόγου χρέους προς ΑΕΠ για την Ελλάδα στηρίζονται σε παραδοχές που μπορεί να διαψευσθούν. Στην περίπτωση ακόμη και μικρών αποκλίσεων από τα πλεονάσματα ή επιτόκια δανεισμού, θα επερχόταν μια καταστροφική έκρηξη του λόγου χρέους. Προς το παρόν και παρά κάποιες επίσημες αισιόδοξες προσδοκίες, ο λόγος χρέους εξακολουθεί να αυξάνεται. Η ΕΕ προβλέπει ότι ως το τέλος του 2014 το χρέος της γενικής κυβέρνησης από 318,6 δισ. ευρώ θα ανέλθει σε 322,3 δισ. ευρώ, με συνέπεια από 175,0% να αυξηθεί σε 177,2% του ΑΕΠ».

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, «στη δημοσιονομική διαχείριση η κυβέρνηση πέτυχε την εμφανέστερη πρόοδο με τα πρωτογενή πλεονάσματα. Η απόσταση από την ακαταστασία του 2009- 2010 είναι εντυπωσιακή. Ήδη το 2013 επιβεβαιώθηκε ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης 0,7% του ΑΕΠ. Από το ποσό αυτό, 1 δισ. ευρώ πήγε για την αποπληρωμή χρεών, ενώ ένα μικρότερο μέρος για το λεγόμενο “κοινωνικό μέρισμα” σε ανέργους κλπ.

Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΛΚ το πρώτο εξάμηνο του 2014 το πρωτογενές πλεόνασμα ανέρχεται σε 0,4% του ΑΕΠ ξεπερνώντας αρχικές δεσμεύσεις του ΜΠΔΣ. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δημοσιονομική διαχείριση που στοχεύει σε διαρκώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα είχε και εξακολουθεί να έχει υφεσιακές επιπτώσεις, αν και μακροχρόνια μπορεί, μαζί με άλλους παράγοντες, να ευνοήσει την ανάκαμψη. Στην ΕΕ ήδη συζητιέται γενικά η ευέλικτη ερμηνεία των στόχων για τα ελλείμματα. Αλλά, ακόμη και στον τομέα της δημοσιονομικής διαχείρισης δεν έχουν εξαλειφθεί οι κίνδυνοι οπισθοδρόμησης: Είναι φανερό ότι οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων που δικαιώνουν πολλούς από τους προσφεύγοντες σε αυτά, είναι ικανές να ανοίξουν νέες τρύπες στον προϋπολογισμό».

* πηγή γραφήματος: Ναυτεμπορική. Δεν έχει περιληφθεί ο μήνας Ιούνιος.

Όπως προσθέτουν, «άλλοι κίνδυνοι έρχονται από τις αυξανόμενες ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές των πολιτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα συνολικά χρέη των ιδιωτών προς το Δημόσιο από φόρους ανέρχονται σήμερα (με στοιχεία έως 30.6) σε πάνω από 67,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα, για την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουνίου του 2014 οι νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο ανήλθαν σε πάνω από 6 δισ. ευρώ.

Λόγω της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών ο ρυθμός αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο αναμένεται να επιταχυνθεί τους επόμενους μήνες, καθώς θα αρχίσουν σταδιακά να εκπνέουν οι προθεσμίες για την καταβολή άλλων πέντε φόρων το τρέχον έτος: του φόρου εισοδήματος, της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, του τέλους επιτηδεύματος, του φόρου πολυτελείας και του νέου Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

Συνολικά, εντός των προσεχών μηνών οι φορολογούμενοι θα κληθούν να καταβάλουν 6,5 δισ. ευρώ για να εξοφλήσουν όλους αυτούς τους φόρους. Από την άλλη μεριά οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης προς τους προμηθευτές της ανήλθαν τον Μάιο του 2014 στα 4.590 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 133 εκατ. ευρώ ή κατά 2,98% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2014 (4.457 εκατ. ευρώ) και αύξηση κατά 459 εκατ. ευρώ ή κατά 11,11% σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2013 (4.131 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, τον Μάιο σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2014 οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν οριακά».

Τέλος, στην έκθεση σημειώνεται ότι «η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να ανθεί παρά τα κάποια μέτρα για την περιστολή της που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα. Εκ του αποτελέσματος κρίνουμε ότι στην πολιτική προσαρμογής η φοροδιαφυγή δεν είχε την προτεραιότητα που έπρεπε και ότι το βάρος έπεσε σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες.

Είναι πιθανόν ότι στο ζήτημα αυτό η πολιτική δυσκολεύεται όχι μόνο λόγω εγγενών αδυναμιών, αλλά και εξαιτίας των εξής παραγόντων: (α) Της βαθιάς ύφεσης που όπως σημειώσαμε μείωσε δραματικά τα εισοδήματα, (β) της αύξησης των φόρων, (γ) του πολύ υψηλού ποσοστού αυτοαπασχολούμενων και πολύ μικρών επιχειρήσεων σε υπηρεσίες και εμπόριο (δ) της στρεβλής οικονομικής κουλτούρας τμημάτων της οικονομικής ελίτ και (ε) μιας ιστορικά διαμορφωμένης και βαθιά ριζωμένης στάσης των πολιτών σε θέματα φορολογικής διοίκησης, η οποία πάντως τροφοδοτείται από τη διάχυτη αίσθησή τους για κατάχρηση εξουσίας, αναξιοκρατία και κυρίως εκτεταμένη διαφθορά στις σχέσεις της Διοίκησης με τους φορολογούμενους πολίτες».

πηγή: tanea.gr